εξοργίζομαι

εξοργίζομαι
εξοργίζομαι, εξοργίστηκα, εξοργισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • επινεμεσώ — ἐπινεμεσῶ, άω (Α) εξοργίζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεμεσώ «εξοργίζομαι, αγανακτώ» (< νέμεσις «ανταπόδοση»)] …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αγριαίνω — (AM ἀγριαίνω) [ἄγριος] 1. είμαι ή γίνομαι άγριος, αγριεύω, οργίζομαι, θυμώνω 2. ερεθίζω, προκαλώ, εξοργίζω μσν. Ι. ενεργ. (για καταιγίδα) ξεσπώ ||. μεσ. 1. εξοργίζομαι 2. για τη θάλασσα που είναι τρικυμισμένη, φουρτουνιασμένη αρχ. (για ποταμούς)… …   Dictionary of Greek

  • αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • ανακαίω — (Α ἀνακαίω) ανάβω φωτιά νεοελλ. 1. ανάβω φωτιά και καθαρίζω την κυψέλη 2. (για φαγητά) προξενώ δίψα 3. μέσ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι αρχ. 1. διεγείρω, εξάπτω 2. παθ. εξοργίζομαι, θυμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καίω. Πρβλ. ανακαύγω < *ἀνακαίω κατ’ …   Dictionary of Greek

  • απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή …   Dictionary of Greek

  • βαπόρι — και παπόρι, το 1. ατμόπλοιο 2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» εξοργίζομαι β) «τον έκανα βαπόρι» τον εξόργισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor( ōris) «ατμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”